πυθικός

πυθικός
-ή, -ό / πυθικός, -ή, -όν, ΝΑ [Πυθώ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, στον Πύθιο Απόλλωνα, στην Πυθία ή στα Πύθια
2. φρ. α) «πυθικός νόμος» ή «πυθικόν αύλημα» — διαγωνισμός αυλού τα πλαίσια τών μουσικών αγώνων που διεξάγονταν κατά τη διάρκεια τών Πυθίων, διαγωνισμός που από το 582 π. Χ. είχε παραμείνει το μόνο αγώνισμα μουσικής τής εορτής τών Πυθίων
β) «πυθικοί αγώνες» — οι αθλητικοί, μουσικοί και ποιητικοί αγώνες που διεξάγονταν στα πλαίσια τών Πυθίων
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) Πυθικόν
τίτλος έργου τού Δαμοκράτους για την πλύση τών δοντιών και τού στόματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πυθικός — Πῡθικός , Πυθικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυθικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον Πύθιο Απόλλωνα, αλλ. πύθιος: Πυθικοί αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πυθικά — Πῡθικά , Πυθικός of neut nom/voc/acc pl Πῡθικά̱ , Πυθικός of fem nom/voc/acc dual Πῡθικά̱ , Πυθικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθικῶν — Πῡθικῶν , Πυθικός of fem gen pl Πῡθικῶν , Πυθικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθικόν — Πῡθικόν , Πυθικός of masc acc sg Πῡθικόν , Πυθικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАНЕГИРИК —    • Πανηγυρικòς λόγος,          panegyricus, речь изысканного содержания, произносимая с блестящей дикцией, по всем правилам риторического искусства, в торжественном собрании (πανήγυρις), рассчитанная на то, чтобы понравиться множеству… …   Реальный словарь классических древностей

  • pítico — ► adjetivo MITOLOGÍA Pitio, del dios Apolo. * * * pítico, a (del lat. «Pythĭcus», del gr. «Pythikós») adj. Pitio. * * * pítico, ca. (Del lat. Pythĭcus, y este del gr. Πυθικός, der. de Πυθώ, Delfos, ciudad de Grecia). adj. Perteneciente o relativo …   Enciclopedia Universal

  • πυθιακός — ή, όν, Α [Πύθια] ο σχετικός με τα Πύθια, πυθικός …   Dictionary of Greek

  • πυθόμαντις — εως, ὁ, ἡ, Α 1. πυθικός μάντης 2. φρ. «Πυθόμαντις ἑστία» η προφητική θέση στην Πυθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • πυθόχρηστος — ον, αρσ. και πυθοχρήστης και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α 1. αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», Ξεν.) 2. αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («πυθόχρηστος ἀποικίας ἡγεμών» Πλούτ.) 3. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διονύσου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”